κολυμβίζω

κολυμβίζω
κολυμβίζω (Μ)
κολυμβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκολύμβησα τού κολυμβῶ κατά το σχήμα γέμισα: γεμίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κολυμπιστής — ο (Μ κολυμβιστής) κολυμβητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολυμπιστής < μσν. κολυμβιστής < κολυμβίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”